- δακρυσίστακτον
- δακρυσίστακτοςin floods of tearsmasc/fem acc sgδακρυσίστακτοςin floods of tearsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρέος — ους και εος, τὸ, Α 1. ρεύμα, ρυάκι 2. φρ. «δακρυσίστακτον ῥέος» μτφ. ρεύμα, ποτάμι δακρύων (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα τού ρ. ῥέω*] … Dictionary of Greek